Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2020

ΤΑ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΑ ΣΤΑ ΚΑΛΛΥΝΤΙΚΑ

Τα διάφορα καλλυντικά προϊόντα, όπως και τα τρόφιμα, δεν μπορούν να διατηρηθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα αναλλοίωτα, εάν δεν περιέχουν χημικές ουσίες, οι οποίες τα προστατεύουν από αλλοιώσεις που οφείλονται σε μικροοργανισμούς.
Οι χημικές αυτές ουσίες, οι οποίες σε μικρές συγκεντρώσεις είναι σε θέση να καταστρέφουν ή να εμποδίζουν την ανάπτυξη των μικροοργανισμών, καλούνται συντηρητικά.
Όλες οι φυσικές πρώτες ύλες, τα ύλη και τα έλαια, οι κηροί, διάφορα βιολογικά δραστικά συστατικά, τα οποία μπορούν να αλλοιωθούν πολύ εύκολα θα πρέπει να προστατεύονται από τους μικροοργανισμούς, ώστε να διατηρούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Επίσης έτοιμα προϊόντα, κυρίως γαλακτώματα τα οποία συχνά περιέχουν συστατικά φυτικής ή ζωικής προέλευσης, θα πρέπει να περιέχουν συντηρητικά.
Ποιες χημικές ουσίες είναι κατάλληλες για να χρησιμοποιηθούν σαν συντηρητικά εξαρτάται από τη συνμπεριφορά των προϊόντων, αλλά και των πρώτων υλών κατά την αποθήκευση τους για μεγάλο χρονικό διάστημα, από τη σύσταση του προϊόντος, καθώς και από το είδος της συσκευασίας
Οι λόγοι που επιβάλλουν την συντήρηση των καλλυντικών και των φαρμακευτικών προϊόντων είναι δυο. Ο πρώτος είναι η διαφύλαξη του προϊόντος κατά την διάρκεια της αποθήκευσης του, ώστε να μην αλλοιωθεί και χάσει τις ιδιότητες για τις οποίες έχει σχεδιαστεί. Ο δεύτερος έχει να κάνει με την πιθανότητα πρόκλησης μόλυνσης στον καταναλωτή από την χρήση μη επαρκώς συντηρημένων και συνεπώς επιμολυσμένων προϊόντων.
Οι δυο παραπάνω λόγοι σκιαγραφούν ένα σύνολο ιδιοτήτων που πρέπει να έχουν οι ουσίες που χρησιμοποιούνται σαν συντηρητικά και οι οποίες συνοψίζονται στα ακόλουθα σημεία:
·  1. Ένα συντηρητικό θα πρέπει να είναι αποτελεσματικό για ένα ευρύ φάσμα μικροοργανισμών.
·  2. Η ταχύτητα με την οποία καταστρέφει τους μικροοργανισμούς θα πρέπει να είναι μεγάλη.
·  3. Το συντηρητικό θα πρέπει να είναι σταθερό και δραστικό για όσο χρονικό διάστημα παραμένει το προϊόν στο ράφι.
·  4. Να είναι ασφαλές για τον χρήστη στις συγκεντρώσεις που χρησιμοποιείται στο προϊόν.
·  5. Να είναι δραστικό σε ένα μεγάλο εύρος τιμών pH του τελικού προϊόντος.
·  6. Να υπάρχει συμβατότητα με τα υπόλοιπα συστατικά του προϊόντος, δηλαδή να μην αδρανοποιείται από τα συστατικά αυτά, χάνοντας την συντηρητική του δράση.
·  7. Να είναι άχρωμο και άοσμο, ώστε να μην αλλοιώνει την εμφάνιση και τα χαρακτηριστικά του προϊόντος στο οποίο προστίθεται.
·  8. Να είναι σταθερό στις θερμοκρασίες παραγωγής του προϊόντος.
·  9. Να εμφανίζει σημαντική διαλυτότητα είτε στην υδατική είτε στην λιπαρή φάση ενός προϊόντος.
·  10. Η χρήση του να είναι οικονομικά συμφέρουσα.

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗ ΔΡΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΩΝ
Έχει αποδειχθεί πειραματικά ότι δεν ανακαλύφθηκε ακόμη εκείνη η χημική ένωση, η οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν συντηρητικό σε όλα τα καλλυντικά προϊόντα εναντίον όλων των γνωστών μυκήτων και βακτηρίων.
Κάθε συντηρητικό δρα εναντίον μιας και μόνο συγκεκριμένης ομάδας μικροοργανισμών. Ακόμη και αυτοί οι εστέρες του π-υδροξυβενζοϊκού οξέος έχουν ένα περιορισμένο πεδίο δράσης.
Συχνά χρησιμοποιούνται μίγματα συντηρητικών, τα οποία παρουσιάζουν μεγαλύτερη δραστικότητα εναντίον των διαφόρων τύπων μικροοργανισμών, όπως π.χ. ο συνδυασμός εστέρων του π-υδροξυβενζοϊκού οξέος με άοσμες χλωριωμένες φαινόλες.
Για ορισμένα είδη μικροοργανισμών η βιταμίνη Β6, το παντοθενικό οξύ και το αμίδιο του νικοτινικού οξέος είναι απαραίτητα θρεπτικά συστατικά. Γι' αυτό θα πρέπει κατά την εκλογή του συντηρητικού να λάβουμε υπόψη και τις συνθήκες ανάπτυξης και διαβίωσης των διαφόρων μικροοργανισμών, ώστε να χρησιμοποιήσουμε το κατάλληλο συντηρητικό μέσο. Οι σπουδαιότεροι παράγοντες που επηρεάζουν τη δράση ενός συντηρητικού είναι:
·  Α. Η Συγκέντρωση του Συντηρητικού
·  Κάθε καλλυντικό προϊόν πρέπει να περιέχει τόση ποσότητα συντηρητικού, ώστε να μπορεί να καταστρέψει ή να εμποδίσει την ανάπτυξη των μικροοργανισμών.
·  Β. Η Ενεργή Οξύτητα (ρΗ)
·  Η δραστικότητα των συντηρητικών, τα οποία διίστανται σε ιόντα (οξέα, φαινόλες) επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από την τιμή του ρΗ. Μόνο τα αδιάστατα μόρια του οξέος και της φαινόλης είναι δραστικά, ενώ τα διισταμένα ιόντα δεν μπορούν να απορροφηθούν από τους μικροοργανισμούς.
·  Γ. Μικροβιακό φορτίο πρώτων υλών
·  Δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε πρώτες ύλες ή δραστικά συστατικά, τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν θρεπτική πηγή για μύκητες και βακτήρια.
·  Δ. Τα υλικά συσκευασίας
·  Θα πρέπει να χρησιμοποιούνται πάντα τα πιο κατάλληλα υλικά συσκευασίας.
·  Ε. Η σύσταση των καλλυντικών
·  Γαλακτώματα τύπου Λ/Ν και ειδικά εκείνα τα οποία περιέχουν συστατικά πλούσια σε βιταμίνες, όπως το σιτέλαιο, λεκιθίνη, χοληστερίνη, πλακούντα κλπ προσβάλλονται εύκολα από μικροοργανισμούς. Η ζύμη η οποία περιέχει βιταμίνες της ομάδας Β, αμινοξέα, ορυκτά άλατα και πρωτεΐνες αποτελούν την καλύτερη τροφή για τους μικροοργανισμούς


ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΩΝ
Τα συντηρητικά που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή καλλυντικών μπορούν να ταξινομηθούν στις εξής γενικές κατηγορίες :
1. Οργανικά οξέα
Π.χ. βενζοικό οξύ, σορβικό οξύ προπιονικό κ.ά
Έχουν το μειονέκτημα ότι είναι δραστικά σε ορισμένη περιοχή pH
2. Αλκοόλες
Π.χ. αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) 15‐20%.
Έχουν το μειονέκτημα ότι για να δράσουν σαν συντηρητικά πρέπει να χρησιμοποιηθούν σε μεγάλες ποσότητες (για παράδειγμα η αιθυλική αλκοόλη σε ποσοστό 15‐20%)
3. Αλδεΰδες
Π.χ. η φορμαλδεΰδη που παλαιότερα χρησιμοποιούνταν ευρέως αλλά πλέον θεωρείται ξεπερασμένη λόγω της δριμείας οσμής της, της πτητικότητας της αλλά και των υποψιών ότι είναι καρκινογόνος.
4. Φαινολικά παράγωγα
Για παράδειγμα οι διάφοροι εστέρες του πάρα‐υδρόξυ‐βενζοϊκού οξέος όπως methylparaben, ethylparaben, propylparaben κ.λπ. ή και συνδυασμοί τους. Τα parabens όπως γενικά ονομάζονται, είναι πλέον τα περισσότερο χρησιμοποιούμενα συντηρητικά στα καλλυντικά
5. Επιφανειοδραστικές ουσίες
Μερικές επιφανειοενεργές ουσίες κυρίως κατιονικές και επαμφοτερίζουσες παρουσιάζουν αντιμικροβιακή δράση. Δεν χρησιμοποιούνται από μόνες τους αλλά κυρίως ως συνεργιστικές ουσίες με άλλα συντηρητικά και αυξάνουν τη δραστικότητά τους (π.χ Cetrimide , Benzalconium Chloride)
6. Άλλες ομάδες συντηρητικών
Εδώ μπορούν να συμπεριληφθούν μερικά ευρέως χρησιμοποιούμενα συντηρητικά σήμερα
τα οποία δεν μπορούν να ταξινομηθούν σε κάποια από τις άλλες κατηγορίες.
Τα σημαντικότερα από αυτά είναι
α. το Bronopol, με μεγάλο φάσμα αντιμικροβιακής δράσης αλλά αστάθεια σε βασικό περιβάλλον.
β. το Quartenium‐15, που έχει και αυτό μεγάλο αντιμικροβιακό φάσμα και ειδικά έναντι των ψευδομονάδων που άλλα συντηρητικά αποτυγχάνουν. Μειονέκτημά του η οσμή του , η αστάθειά του σε θερμοκρασίες μεγαλύτερες των 60 βαθμών και η μεταβολή του χρώματός του με τη πάροδο του χρόνου.
γ. η imidazolidinyl urea, που είναι από τα περισσότερο χρησιμοποιούμενα συντηρητικά.
Διαλύεται εύκολα στο νερό, είναι άοσμη, μη τοξική αλλά χρησιμοποιείται πάντα σε συνδυασμό με άλλα συντηρητικά και κυρίως τα parabens δρώντας συνεργιστικά
Παρακάτω θα γίνει ιδιαίτερος λόγος για τους εστέρες του πάρα‐υδροξυ‐βενζοϊκού οξέος.
Με τον όρο parabens χαρακτηρίζονται οι εστέρες του πάρα ‐υδρόξυ‐βενζοϊκού οξέος

ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΩΝ ΣΤΟΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ
Με σκοπό να εξασφαλιστεί ότι τα προϊόντα προσωπικής φροντίδας είχαν ένα ικανοποιητικό βαθμό συντήρησης, πολλοί παραγωγοί καλλυντικών θεωρούσαν σκόπιμο να προσθέτουν έστω και μια μικρή περίσσεια συντηρητικών. Κάτι τέτοιο εξασφάλιζε την συντήρηση του προϊόντος, αλλά όχι απαραίτητα και την υγεία του χρήστη. Το αποτέλεσμα ήταν γενικά υψηλά επίπεδα συντηρητικών στο προϊόν, τα οποία όμως μπορούσαν να έχουν αρνητικές επιπτώσεις για το δέρμα του χρήστη
Σε μια μελέτη των δυσμενών επιπτώσεων των καλλυντικών προϊόντων, η οποία πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό του FDA κατά την διάρκεια των ετών 1977 ‐1980, τα συντηρητικά συστατικά, σαν ομάδα, προκαλούσαν τα δεύτερα σε επικινδυνότητα
περιστατικά των δερματικών αντιδράσεων (μετά τα αρώματα).
Το 1982, η SCC (επιστημονική επιτροπή κοσμητολογίας), έβαλε τους κανόνες για τον έλεγχο των συστατικών των καλλυντικών με σκοπό την εξασφάλιση ασφαλών συνθηκών χρήσης από τους καταναλωτές. Το 1986 δημοσιεύθηκε λίστα, η οποία περιέχει 51 συντηρητικά καλλυντικών που επιτρέπονται, σε συγκεκριμένες ποσότητες και υπό συγκεκριμένους περιορισμούς στη χρήση. Επίσης, η λίστα αυτή περιέχει 3 επιπλέον συντηρητικά, τα οποία επιτρέπονται προσωρινά

Η ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ PARABENS
Συχνά βλέπουμε τυπωμένο πάνω στη συσκευασία των καλλυντικών το μήνυμα «χωρίς parabens» και οι υποψιασμένοι πια και ενημερωμένοι καταναλωτές προσέχουν ιδιαίτερα την περιεκτικότητα σε συντηρητικά καθώς και ποιο συντηρητικό επιλέγεται. Τα τελευταία χρόνια η χρήση φυσικών συντηρητικών τείνει να γίνει κυρίαρχη και τα χημικά συντηρητικά χάνουν συνεχώς έδαφος.
Στα καλλυντικά, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή οδηγία 76/768/EEC, επιτρέπεται η συντήρηση των καλλυντικών προϊόντων με MP, EP, PP και BP (είδη parabens) σε μέγιστη συνολική συγκέντρωση του χρησιμοποιούμενου συνδυασμού μέχρι και 0,8% κατά βάρος.
Τα parabens συντηρούν σαμπουάν και conditioners, προϊόντα προστασίας δέρματος (καθαρισμού και ενυδάτωσης), αρώματα, σαπούνια, make‐up, αντηλιακά προϊόντα κ.α. Προϊόντα που περιέχουν parabens μπορούν να χρησιμοποιούνται για διάφορα μέρη του σώματος και να χρησιμοποιούνται τόσο περιστασιακά, όσο και σε καθημερινή βάση. Στην δεύτερη μάλιστα περίπτωση, η συχνότητα και η διάρκεια της εφαρμογής (και κατά συνέπεια και η έκθεση του δέρματος στα μόρια αυτά) μπορεί να είναι μεγάλες και διαρκείς. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα αν και κατά πόσο τα parabens μπορούν να εισχωρήσουν στο δέρμα και ποιες συνέπειες μπορεί να έχει μια τέτοια εισχώρηση.
Η ικανότητα των parabens να διαπερνούν την κεράτινη στοιβάδα του δέρματος αυξάνει με την αύξηση του λιπόφιλου χαρακτήρα του μορίου τους. Παρόλα αυτά, ακόμη και μικροί ρυθμοί διείσδυσης των ουσιών στο δέρμα θα μπορούσαν να προκαλέσουν διείσδυση σημαντικής ποσότητας τέτοιων ουσιών στον οργανισμό σε συνολικό επίπεδο, αν κανείς σκεφτεί ότι πολλά καλλυντικά προϊόντα χρησιμοποιούνται σε μεγάλες επιφάνειες του δέρματος. Είναι προφανές ότι τοπική έκθεση των ανθρώπων στα parabens θα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο παρασκευής του προϊόντος, όπως ήδη προαναφέρθηκε.
Δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν σε ζώα, στα πλαίσια επιστημονικών μελετών, δείχνουν ότι σε γενικές γραμμές τα parabens εισέρχονται και εξέρχονται από τις μεταβολικές πορείες ταχύτατα. Σε αυτές τις μελέτες φαίνεται ότι το μεγαλύτερο μέρος της δόσης ανακτάται στα ούρα κυρίως ως παρα‐υδροξυ‐βενζοϊκό οξύ μετά από 72 περίπου ώρες από την έκθεση. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ρυθμοί του μεταβολισμού και της απόσπασης των parabens σε ένα ζωντανό οργανισμό εξαρτώνται τόσο από την δόση και τη βιοχημική πορεία, όσο προφανώς και από το είδος του εξεταζόμενου οργανισμού.
Τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν οι μελέτες σχετικά με τον οιστρογονικό χαρακτήρα των parabens, με σκοπό να διερευνηθεί το αν και κατά πόσο οι ουσίες αυτές επηρεάζουν τον ενδοκρινολογικό και το αναπαραγωγικό σύστημα ζωντανών οργανισμών. Η έκθεση θηλαστικών σε butyl‐paraben επηρέασε δυσμενώς την έκκριση τεστοστερόνης και την λειτουργία του ανδρικού αναπαραγωγικού συστήματος, ενώ ανάλογες μεταγενέστερες έρευνες «ενοχοποιούν» και το propyl‐paraben για τον ίδιο λόγο.
Τα parabens εκδηλώνουν ιδιότητες παρόμοιες με εκείνες των οιστρογόνων. Τα οιστρογόνα είναι ένας σημαντικός παράγοντας στον οποίο αποδίδεται η πρόκληση ανάπτυξης και αύξησης της μάζας των καρκινικών κυττάρων του μαστού. Η δημοσίευση μελέτης, η οποία αναφέρει την ύπαρξη συγκεντρώσεων parabens σε νεοπλάσματα (όγκους) ανθρώπινου στήθους, τις οποίες μάλιστα συνδέει με έναν ασθενή οιστρογονικό χαρακτήρα των ουσιών αυτών προκάλεσε μεγάλη ανησυχία στο ευρύ κοινό. Δεδομένου ότι όλες οι δοκιμές πραγματοποιήθηκαν σε πειραματόζωα και οι δόσεις που χρησιμοποιήθηκαν ήταν μικρής διάρκειας και συνεχώς αυξανόμενες προς ρεαλιστικές δόσεις για ανθρώπους η εφαρμογή αυτών των ευρημάτων προς το συμπέρασμα ότι η χρήση των parabens είναι ασφαλής, είναι διφορούμενη.
Η απόκτηση λοιπόν δεδομένων σχετικά με τα δραστικά επίπεδα μιας συστηματικής έκθεσης του ανθρώπινου οργανισμού στα parabens είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την απόλυτα ασφαλή χρήση αυτών των προϊόντων από τον άνθρωπο

ΣΤΡΟΦΗ ΣΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΩΣ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΑ ΤΩΝ ΚΑΛΛΥΝΤΙΚΩΝ
Οι διφορούμενες απόψεις που επικρατούν σχετικά με την ασφάλεια από τη χρήση των parabens δημιουργούν την ανάγκη εύρεσης νέων τρόπων και μεθόδων συντήρησης των καλλυντικών. Ένας από τους μελλοντικούς εναλλακτικούς δρόμους δείχνει να οδηγεί στο χώρο των φυσικών προϊόντων.
Φυσικά συντηρητικά μπορούν να θεωρηθούν το κοινό μαγειρικό αλάτι, η ζάχαρη, το οινόπνευμα, το μέλι, τα αιθέρια έλαια.
Συμπληρωματικά, μπορεί κανείς να μιλήσει και για φυσικές μεθόδους συντήρησης, όπως είναι η θέρμανση, η κατάψυξη και η ξήρανση. Η προσέγγιση αυτή της συντήρησης, αν και είναι πολύ περισσότερο αποδεκτή από μεγάλη μερίδα καταναλωτών, με σχετικά υψηλό βαθμό οικολογικής συνείδησης, εντούτοις είναι προς το παρόν οικονομικά μη συμφέρουσα για τη μεγαλύτερη πλειοψηφία των καλλυντικών προϊόντων.
Τα τελευταία χρόνια, μελέτες δείχνουν ότι συστατικά όπως τα αιθέρια έλαια μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν συντηρητικά, είτε μόνα τους είτε σε συνδυασμό με κάποιο άλλο συνθετικό συντηρητικό, το οποίο προφανώς θα χρησιμοποιηθεί σε μικρότερη ποσότητα στο προϊόν.

ΚΑΛΛΥΝΤΙΚΑ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΑ
Υπάρχουν τρόποι να παρασκευαστούν καλλυντικά τα οποία να είναι ασφαλή και στα οποία να μην έχουν προστεθεί συντηρητικά. Οι τρόποι αυτοί είναι:
• Ειδική συσκευασία: Να προτιμώνται τα σωληνάρια ή γενικότερα συσκευασίες που ελαχιστοποιούν την πιθανότητα μόλυνσης από τον καταναλωτή. Προτιμότερα βέβαια και ασφαλέστερα είναι τα προϊόντα μίας χρήσης και οι μονοδόσεις, αυτό όμως δεν είναι πάντα εφικτό.
• Αιθέρια έλαια: Τα αιθέρια έλαια έχουν εξαιρετικές αντιμικροβιακές ιδιότητες και, ως εκ τούτου, θα μπορούσαν να αποτελέσουν φθηνή και ασφαλή εναλλακτική λύση για τη συντήρηση των καλλυντικών, έναντι των συνθετικών συντηρητικών. Συνήθως όμως δεν χρησιμοποιείται τέτοια ποσότητα ελαίων στα καλλυντικά ώστε να επιτυγχάνεται κάτι τέτοιο.
• Χρήση γλυκόζης και ενζύμων: Όταν η γλυκόζη συνδυάζεται κατάλληλα με την λακτοϋπεροξειδάση και τη γλυκοξειδάση, υπό την παρουσία αλογονομένων και ψευδοαλογονομένων αλάτων, τότε οι παραγόμενες φόρμουλες δεν χρειάζονται επιπλέον προστασία. Ενώ κάθε συστατικό ξεχωριστά αποτελεί θρεπτικό υλικό για τους μικροοργανισμούς, ο κατάλληλος συνδυασμός τους δίνει ένα μείγμα που δημιουργεί εχθρικό περιβάλλον για αυτούς. Το μείγμα αυτό είναι γνωστό με την εμπορική ονομασία Mayavert C. Όταν χρησιμοποιείται, απαιτείται θερμοκρασία μικρότερη των 40οC και pH 4‐6.
• Μείωση διαθεσιμότητας νερού: Ορισμένες συνταγές καλλυντικών εμποδίζουν τη νανάπτυξη μικροοργανισμών από την ίδια τους τη σύνθεση. Με τον όρο διαθεσιμότητα του νερού εννοούμε ουσιαστικά το νερό που είναι διαθέσιμο για την επιβίωση και την ανάπτυξη του μικροοργανισμού. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το διαθέσιμο νερό δεν είναι ισοδύναμο με το συνολικό νερό που προστίθεται στη φόρμουλα του προϊόντος. Οι απαιτήσεις των μικροοργανισμών σε διαθέσιμο νερό για την επιβίωσή τους ποικίλει από είδος σε είδος. Έτσι, τα βακτήρια χρειάζονται μεγαλύτερη ποσότητα διαθέσιμου νερού από τους μύκητες, γεγονός που τα κάνει πιο ευαίσθητα. Εάν ένα προϊόν έχει ποσότητα διαθέσιμου νερού μικρότερη από 0,70, η πιθανότητα μικροβιολογικής μόλυνσης είναι μηδαμινή. Σπουδαίο ρόλο παίζει και το ποσοστό υγρασίας στους χώρους αποθήκευσης.
• Συμπιεσμένες πούδρες: Μορφή στην οποία δεν είναι απαραίτητη η προσθήκη
συντηρητικών, γιατί ακόμα κι αν υπάρχουν μικροοργανισμοί είναι σε στατική φάση και όχι σε φάση ανάπτυξης, άρα δεν είναι επικίνδυνοι για τον καταναλωτή.
• Υδρο‐αλκοολικά προϊόντα: Τα προϊόντα αυτής της κατηγορίας περιέχουν περισσότερο από 20% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και δεν παρουσιάζουν προβλήματα μικροβιακής επιμόλυνσης.
• Άνυδρα προϊόντα που περιέχουν λάδια: Καθώς έχουν σχεδιαστεί να μην περιέχουν καθόλου νερό, είναι ασφαλή. Κίνδυνος επιμόλυνσης υπάρχει από την έκθεσή τους σε νερό κατά τη διάρκεια χρήσης τους από τον καταναλωτή.
• Προϊόντα με βάση κεριά και προϊόντα στικ: Οι πολύ υψηλές θερμοκρασίες κατά την παρασκευή τους τα απαλλάσσουν από τους μικροοργανισμούς.__

Βιβλιογραφία
1.    Πατρίκος Δ. Σημειώσεις Κοσμετολογίας Ι Τεχνικού Φαρμάκων ΙΕΚ Αθήνα 2019
2.    Πατρίκος Δ. Σημειώσεις Κοσμετολογίας ΙΙ Τεχνικού Φαρμάκων ΙΕΚ Αθήνα 2019
5.    Παπαϊωάννου Γ.Θ, Κοσμητολογία Αθήνα 2010
6.    Καμμένου Ε, Κοτονιάς Γ, Σκανδάλη Α, Κοσμητολογία Τ.Ε.Ε, Αθήνα 2001
7. Παπαιωάννου Γ Μαθήματα Φαρμακευτικής Φυσικής και Φαρμακοτεχνίας. Εκδόσεις Γκέλμπεσης, Αθήνα 2003
8.    Κανακάρης Τ Επι του εργαστηρίου . Εκδόσεις Φαρμακευτικός Κόσμος
9.    Κτιστης Γ Μαθήματα Φυσικής Φαρμακευτικής . Εκδόσεις Ζήτη. Θεσσνικη 1993
10. Τριβιζάς.Α.Θ Κοσμετολογία . ΤΕΙ Αισθητικής